κάσιοι

κάσιοι
κάσιοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αδελφοί ή εξάδελφοι που ανήκαν στην ίδια «αγέλη» παιδιών στην αρχαία Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος η οποία συνδέεται με τη λ. κασίγνητος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάσιοι — brothers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάσιοι — Κάσιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασίοις — κάσιοι brothers masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασίων — κάσιοι brothers masc gen pl κάσις brother masc/fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”